- groß
- groß[groːs]<größer, größte>I. adj1. (nicht klein) μεγάλος,• die en Ferien καλοκαιρινές διακοπές,• meine e Schwester η μεγάλη μου αδελφή,• mit dem größten Vergnügen με μεγάλη μου χαρά,• die Hose ist zu το παντελόνι είναι μεγάλο,• en Wert auf etw akk legen δίνω μεγάλη σημασία σε κάτι,• e Worte machen λέω μεγάλα λόγια2. (hoch, hochgewachsen) ψηλός,• wie bist du? τι ύψος έχεις;,• er ist fast zwei Meter είναι σχεδόν δύο μέτρα3. (bei Buchstaben):• das e A το κεφαλαίο άλφα4. (Phrasen):• hier bin ich geworden εδώ μεγάλωσα,• sie verdient jetzt das e Geld τώρα κερδίζει χοντρά λεφτά,• e Koalition (POL) συνασπισμός μεταξύ του Χριστιανοδημοκρατικού και του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας,• auf er Flamme kochen μαγειρεύω σε δυνατή φωτιά,• ich bin kein er Redner δεν είμαι σπουδαίος ρήτορας,• Karl der Große ο Καρλομάγνος,• Alexander der Große ο Μέγας ΑλέξανδροςII. adv1. (sehr) πολύ,• das ist jetzt in Mode αυτό είναι πολύ της μόδας τώρα,• sein Geburtstag wurde gefeiert τα γενέθλιά του γιορτάστηκαν με μεγαλοπρέπεια,• ganz rauskommen έχω μεγάλη επιτυχία2. (besonders) ιδιαίτερα,• was soll ich dazu sagen? τι το ιδιαίτερο να πω πάνω σ' αυτό;,• ich kümmere mich nicht darum δεν το προσέχω ιδιαίτερα
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.